- μινυρός
- μινυρόςcomplaining in a low tonemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μινυρός — μινυρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που θρηνεί ή τραγουδά με λεπτή και αδύναμη φωνή 2. (για τους νεοσσούς τών πτηνών) αυτός που τερετίζει 3. (κατά τον Ησύχ.) «μικρός». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μινυρίζω] … Dictionary of Greek
μινυρά — μινυρός complaining in a low tone neut nom/voc/acc pl μινυρά̱ , μινυρός complaining in a low tone fem nom/voc/acc dual μινυρά̱ , μινυρός complaining in a low tone fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μινυρόν — μινυρός complaining in a low tone masc acc sg μινυρός complaining in a low tone neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μινυροί — μινυρός complaining in a low tone masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινυρός — κινυρός, ά, όν (Α) θρηνώδης, γοερός («κινηρός γόος», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λεξιλογική ομάδα κινυρός, κινυρίζω, κινύρομαι συνδέεται άμεσα με εκείνη τών μινυρός, «αυτός που κλαψουρίζει» μινυρίζω, μινύρομαι «παραπονούμαι,… … Dictionary of Greek
-υρός — μόρφημα τής Αρχαίας Ελληνικής με υγρό σύμφωνο ρ και φωνηεντισμό υ από θέματα με χαρακτήρα υ (πρβλ. γλάφυ: γλαφ υ ρός, λιγύς: λιγ υ ρός). Το μόρφημα συνδέεται με τα: αρός, ερός*, ηρός και ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή. Εν αντιθέσει, ωστόσο, με τα… … Dictionary of Greek
μινυρίζω — (Α μινυρίζω) 1. παραπονιέμαι με σιγανή φωνή, σιγοκλαίω, κλαψουρίζω («εμινύριζεν ακόμη η θρηνώδης φωνή τού βρέφους», Παπαδ.) 2. τραγουδώ με σιγανή φωνή, σιγοτραγουδώ («ὅδ αὖ μινυρίζων δεῡρό τις προσέρχεται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η… … Dictionary of Greek
mei-6, mei̯u-, min(u)-, mim(ei)- — mei 6, mei̯u , min(u) , mim(ei) English meaning: expr. root Deutsche Übersetzung: in Schallnachahmungen for helle, dũnne Töne and Schreie Material: O.Ind. mimüti “blökt, bellow, roar, shouts, howls”, mimüyat, ámīmēt “brũllte,… … Proto-Indo-European etymological dictionary